Ποτίζουν το γκαζόν, με το αίμα των φτωχών.
Έχει ξεκινήσει στη Βραζιλία το παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου. Εκατομμύρια θαυμαστές ανυπομονούσαν για την έναρξη, καθώς επίσης και επιχειρηματίες, πολυεθνικές, πολιτικοί που έχουν επενδύσει υπεράριθμα ποσά σε αυτή τη διοργάνωση (11,5 δισ. ευρώ για τις αθλητικές εγκαταστάσεις, 632 εκ. ευρώ για την ασφάλεια).
Πίσω όμως από τους δυνατούς προβολείς και τις θεαματικές παρουσιάσεις η διοργανώτρια χώρα κρύβει το πραγματικό της πρόσωπο. Την Βραζιλία του 2014.
Τα στατιστικά στοιχεία μιλάνε από μόνα τους για τις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν στην διοργανώτρια χώρα και εξηγούν γιατί ο λαός της εξεγείρεται απέναντι στη διοργάνωση.
31% του πληθυσμού (περίπου 55 εκατομμύρια άνθρωποι) ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, δηλαδή με λιγότερο από 1 δολάριο την ημέρα
12,8% του πληθυσμού (18 εκατομμύρια άνθρωποι) είναι αναλφάβητο χωρίς πρόσβαση σε παιδεία και υγεία.
6% του πληθυσμού ζει σε φαβέλες.
δεκάδες χιλιάδες είναι οι νεκροί από τις συγκρούσεις συμμοριών στις φτωχογειτονιές
(49 χιλιάδες μόνο το 2010) η οποία είναι πρώτη αιτία θανάτου στις ηλικίες 15-24.
1,8 εκατομμύρια άνθρωποι ζούνε στο δρόμο.
60.000 παιδιά πεθαίνουν κάθε χρόνο, πριν την ολοκλήρωση του ενός έτους.
μηνιαίος κατώτατος μισθός στα 190 ευρώ, βασικός μισθός στα 234 ευρώ.
Κάνοντας μια σύντομη ανασκόπηση στις παγκόσμιες αθλητικές διοργανώσεις ανά τον κόσμο τις τελευταίες δεκαετίες καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως μόνος χαμένος από την ανάληψη των διοργανώσεων αυτών είναι ο πληθυσμός των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων.
Έχουν περάσει μόνο τέσσερα χρόνια από το προηγούμενο μουντιάλ που διοργανώθηκε στη Νότια Αφρική. Τη στιγμή που οι απόκληροι των νοτιοαφρικανικών παραγκουπόλεων στερούνταν οποιασδήποτε υποδομής, η χώρα τους δαπάνησε (περισσότερα από 4 δισεκατομμύρια ευρώ) σε κολοσσιαία στάδια. Ένα μουντιάλ που βάφτηκε στο αίμα από τους εκατοντάδες θανάτους εργατών που έχτιζαν τα ποδοσφαιρικά στάδια και τις δολοφονίες απεργών από την Νοτιοαφρικανική αστυνομία στις διαδηλώσεις στις οποίες απαιτούσαν τα δεδουλευμένα τους.
Αρχικό μέλημα της FIFA και των διοργανωτριών κυβερνήσεων είναι να δημιουργηθούν οι λεγόμενες «υγειονομικές ζώνες».
Οι επισκέπτες της Βραζιλίας δεν πρέπει να αντικρίσουν τις φαβέλες και τους εξαθλιωμένους κατοίκους τους, τους άστεγους και τις άθλιες συνθήκες στις οποίες ζούνε. Όλους αυτούς το κράτος θέλει να τους κρύψει πίσω από τα μεγαλοπρεπή στάδια και τις πολυτελείς φιέστες, αλλά ταυτόχρονα να τους χρησιμοποιήσει ως φθηνό και παρανομοποιημένο εργατικό δυναμικό. Στόχος είναι να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα των πολυεθνικών και οι ορέξεις των ευκατάστατων ποδοσφαιρόφιλων. Αυτοί είναι και οι λόγοι που εδώ και χρόνια, οι κύριες οικονομικές δραστηριότητες που προωθεί το κράτος στις φαβέλες είναι η παιδική πορνεία και το εμπόριο ναρκωτικών.
Με το πρόσχημα της εκκαθάρισης εμπόρων ναρκωτικών οι βραζιλιάνικες αρχές εισβάλουν βίαια στις φαβέλες. Για να πραγματοποιηθούν αυτές οι εκκαθαρίσεις και να κατασταλεί οποιαδήποτε αντίδραση από την πλευρά των κατοίκων είναι αναγκαία η συνδρομή χιλιάδων αστυνομικών και μισθοφορικών στρατών, όπως φονιάδες της Black Water.
Το σίγουρο είναι ότι οι κατασταλτικές επιδρομές, οι ξυλοδαρμοί και οι εν ψυχρώ δολοφονίες των φτωχών στις φαβέλες από τους “κομάντο” του βραζιλιάνικου κράτους, μόνο την κοινωνική ένταση δεν χαμηλώνουν αντιθέτως η οργή οξύνεται κάθε μέρα.
Με κύρια συνθήματα “θέλουμε, φαγητό, στέγη, εκπαίδευση και υγεία αντί για γήπεδα και μπάλα”, οι αγωνιζόμενοι πληβείοι των φαβέλας, οι ανέστιοι και οι ιθαγενείς που ξεριζώνονται από τη γη τους έχουν εξεγερθεί. Η κοινωνική ανισότητα και το τεράστιο κόστος της διοργάνωσης του Μουντιάλ και των Ολυμπιακών Αγώνων 2016 είναι ανάμεσα στα βασικά ζητήματα που θέτουν οι διαδηλωτές, μαζί με τη διαφθορά, το έγκλημα και την αστυνομική βία.
Οι διεθνείς αθλητικές διοργανώσεις, ήταν και είναι πάντα εύφορο έδαφος για την καλλιέργεια
της εθνικής υπερηφάνειας και των εθνικιστικών ιδεών.
Δεν χρειάζεται να πάμε μακριά. Ο εθνικιστικός παροξυσμός που ακολούθησε το Euro 2004,
οδήγησε σε μαχαιρώματα, ξυλοδαρμούς και πογκρόμ κατά μεταναστών, με αποκορύφωμα την
δολοφονία ενός νεαρού Αλβανού στην Ζάκυνθο από Ελληναράδες οπαδούς μετά την ήττα της
Ελλάδας από την εθνική Αλβανίας. Η πρώτη φάση οργάνωσης των φασιστικών ταγμάτων
εφόδου της Χ.Α. έγινε μέσα στα πλαίσια των εθνικιστικών οπαδικών συνδέσμων τύπου
Γαλάζια Στρατιά και των ultras hellas. Οι κερκίδες των εθνικών ομάδων ήταν πάντα πρόσφορο
έδαφος για την νομιμοποίηση του εθνικιστικού και φασιστικού λόγου.
Από τις ρατσιστικές μπανάνες και τις ζωώδεις κραυγές των εθνικών ζώων μέχρι τα αλυτρωτικά
συνθήματα για την Πόλη και την Βόρια Ήπειρο, οι φασίστες φορώντας την σημαία βρίσκουν
κάθε αγώνα ως ευκαιρία να εκφράσουν το φυλετικό τους μίσος.
Όπως συμβαίνει με την πλειοψηφία των καθημερινών αναγκών μας, έτσι και ο αθλητισμός,
έχει εγκλωβιστεί στους νόμους του χρήματος.
Χορηγοί, εταιρίες, επαγγελματίες και παράγοντες έχουν αναλάβει την διαχείριση της έκφρασης
του σώματος μας. Παρά τις τεράστιες εγκαταστάσεις που έχουν φτιαχτεί και έχουμε
χρυσοπληρώσει όλοι μας (βλ. Αθήνα 2004), τελικά δεν είναι προσβάσιμες στον απλό κόσμο.
Έτσι, για να μπορέσει σήμερα κάποιος να αθληθεί αξιοπρεπώς στις πόλεις που ζούμε, πρέπει
πρώτα να πληρώσει και να ιδρώσει το πορτοφόλι του. Είτε επειδή υπάρχει διαχείριση αυτών
από ιδιώτες (παρά την δημόσια χρηματοδότηση τους) είτε λόγο της εσκεμμένης υποβάθμισης
τους για να εξυπηρετηθούν ιδιωτικά συμφέροντα.
Θεωρούμε την ανάγκη για άθληση ίδιας ζωτικής σημασία με αυτήν για υγεία, παιδεία και στέγη.
Δεν μας ενδιαφέρει να έχουμε κολοσσιαία στάδια παγκοσμίων προδιαγραφών, που να
καλύπτουν τις απαιτήσεις της FIFA και τις μπίζνες των τεχνικών εταιριών. Θέλουμε ελεύθερη
πρόσβαση στους κοινωνικούς και αθλητικούς χώρους για όλους, ανεξαρτήτως κοινωνικής,
οικονομικής, φυλετικής καταγωγής. Να παραμείνουν αυτό που ήταν ανέκαθεν, πεδία
κοινωνικής ζύμωσης, έκφρασης του σώματος και του πνεύματος, χώροι όπου ο ρατσισμός
δεν θα έχει θέση, όπου οι “διεθνείς” ομάδες θα αποτελούνται από αυτούς που ζούνε στις
γειτονιές μας, πέρα από φράγκα, γκλαμουριά, διαφημίσεις και μανατζεράδες.
“Ναι, γουστάρουμε να βλέπουμε ποδόσφαιρο, ωραίες φάσεις και ζωντανές κερκίδες.
Αλλά η FIFA τι σχέση έχει ακριβώς με αυτά, όταν το μόνο που την ενδιαφέρει
είναι τα ζεστά φράγκα των επενδύσεων;”